γαλακτοπώλης

γαλακτοπώλης
ο (Μ γαλακτοπώλης)
εκείνος που πουλάει ή διανέμει στα σπίτια το γάλα και τα προϊόντα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοπωλείο — το κατάστημα στο οποίο πουλάνε γάλα και προϊόντα τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτοπώλης. Η λ. γαλακτοπωλείον μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • γαλατάς — I Περιοχή του ασιατικού τμήματος της Κωνσταντινούπολης, της οποίας σήμερα αποτελεί τμήμα, γνωστή άλλοτε και ως Πέραν, στη ΒΑ ακτή του Κερατίου κόλπου. Από πού προέρχεται το όνομα του Γ. δεν είναι ακριβώς γνωστό· ίσως από κάποιον Γαλάτη που είχε… …   Dictionary of Greek

  • Νταβέλης, Χρήστος — (Στύρι Βοιωτίας 1832 – 1856).Περιβόητος λήσταρχος των μετεπαναστατικών χρόνων. Οι γονείς του ήταν Hπειρώτες κτηνοτρόφοι, οι οποίοι μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία. Ο ίδιος, σε ηλικία 15 χρόνων, εργαζόταν ως γαλακτοπώλης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”